- κυψελιδικός
- η , ό мед. везикулярный (о дыхании и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυψελιδικός — ή, ό [κυψελίς] 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κυψελίδες («κυψελιδικά νεύρα») β) αυτός που παράγεται στις πνευμονικές κυψελίδες (α. «κυψελιδικός ήχος τής αναπνοής») 2. φρ. φυσιολ. «κυψελιδικός αέρας» ο αέρας που περιέχεται στις… … Dictionary of Greek